Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὶ καὶ μὴ πράττειν

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • DIES — I. DIES Nicanoris, Festum Iudaeorum, de quo infra in voce Iudith. Diespiter, Iuppiter, quasi diei, i. e. lucis pater, uti Macrob. interpretatur. Hostat. l. 1. Carm. od. 34. v. 5. Namque Diespiter Igni corusco nubila dividens. Et idem l. 3. Carm.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • Καστοριάδης, Κορνήλιος — (Κωνσταντινούπολη 1922 – Παρίσι 1997). Φιλόσοφος. Εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, οικονομικά και φιλοσοφία. Από τα φοιτητικά του χρόνια σύχναζε στον κύκλο του Αρχείου Φιλοσοφίας, μέλη του οποίου ήταν, μεταξύ άλλων …   Dictionary of Greek

  • Μπέρλιν, Αιζάια — (Isaiah Berlin, Ρίγα 1909 – Οξφόρδη 1997). Βρετανο λετονός εβραϊκής καταγωγής φιλόσοφος, διπλωμάτης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου δίδαξε φιλοσοφία την δεκαετία του ’30 και συμμετείχε στην κίνηση της φιλοσοφίας της καθημερινής… …   Dictionary of Greek

  • παράδοση — η / παράδοσις, όσεως, ΝΜΑ [παραδίδω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραδίδω, η απόδοση (α. «έγινε η παράδοση τού εμπορεύματος» β. «η παράδοση τού ταμείου» γ. «ἡ παράδοσις τῶν χρημάτων», Αριστοτ.) 2. η παραχώρηση, η μεταβίβαση τής εξουσίας… …   Dictionary of Greek

  • Επτά σοφοί — Επτά άνδρες της αρχαιότητας, οι οποίοι έζησαν κατά το τέλος του 7ου και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και διατύπωσαν σε σύντομα, περιεκτικά και εύληπτα αποφθέγματα οδηγίες ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Τα αποφθέγματα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… …   Dictionary of Greek

  • ενεργειοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σύνολο των πνευματικών και φυσικών φαινομένων ανάγεται στην άυλη ιδιότητα της ενέργειας. Στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής, απορρίπτεται η αυθυπαρξία της ύλης και αναγνωρίζεται το γίγνεσθαι ως πραγματικό… …   Dictionary of Greek

  • ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»